ρετινόλη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρετινόλη οι ρετινόλες
      γενική της ρετινόλης των ρετινολών
    αιτιατική τη ρετινόλη τις ρετινόλες
     κλητική ρετινόλη ρετινόλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρετινόλη < αγγλική retinol < retina < μεσαιωνική λατινική retina < λατινική rete (δίχτυ)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρετινόλη θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • Retinol στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]