ρευματολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρευματολογικός < ρευματολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
ρευματολογικός
- (ιατρική) σχετικός με την ιατρική ειδικότητα της ρευματολογίας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρευματολογικός