ρευματολογικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρευματολογικός η ρευματολογική το ρευματολογικό
      γενική του ρευματολογικού της ρευματολογικής του ρευματολογικού
    αιτιατική τον ρευματολογικό τη ρευματολογική το ρευματολογικό
     κλητική ρευματολογικέ ρευματολογική ρευματολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρευματολογικοί οι ρευματολογικές τα ρευματολογικά
      γενική των ρευματολογικών των ρευματολογικών των ρευματολογικών
    αιτιατική τους ρευματολογικούς τις ρευματολογικές τα ρευματολογικά
     κλητική ρευματολογικοί ρευματολογικές ρευματολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρευματολογικός < ρευματολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

ρευματολογικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]