ρευματολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρευματολόγος < ρευματο(λογία), ρεύματ- -ο- + -λόγος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρευματολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (ιατρική, επάγγελμα) ο γιατρός που ασχολείται με τις παθήσεις των μυών και των αρθρώσεων, αλλά και με πολλά αυτοάνοσα νοσήματα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρευματολόγος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λόγος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)