ρημάδι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ρημάδα, ρημαδιό

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρημάδι τα ρημάδια
      γενική του ρημαδιού των ρημαδιών
    αιτιατική το ρημάδι τα ρημάδια
     κλητική ρημάδι ρημάδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρημάδι < μεσαιωνική ελληνική ρημάδι(ν) < (ελληνιστική κοινήἐρημάς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρημάδι ουδέτερο

  1. (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) ερείπιο
  2. (μεταφορικά) κάτι που ενοχλεί ή εμποδίζει
    • πάρ' το ρημάδι σου από τη μέση!

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]