ρητορική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρητορική | οι | ρητορικές |
γενική | της | ρητορικής | των | ρητορικών |
αιτιατική | τη | ρητορική | τις | ρητορικές |
κλητική | ρητορική | ρητορικές | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɾi.to.ɾiˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρη‐το‐ρι‐κή
- ομόηχο: ρητορικοί
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- ρητορική < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥητορική, ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ῥητορικός < ῥήτωρ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρητορική θηλυκό
- η τεχνική της χρήσης του λόγου, προφορικού ή γραπτού, ώστε να είναι πειστικός, αποτελεσματικός
- (συνεκδοχικά) τα μέσα που χρησιμοποιούνται σε συγκεκριμένο ύφος λόγου
- ⮡ η ρητορική των σύγχρονων μέσων ενημέρωσης, του φεμινισμού, του οικολογικού κινήματος, του εθνικισμού
- (φιλολογία) η μελέτη της τέχνης του λόγου
- ⮡ Τους προηγούμενους αιώνες το μάθημα της ρητορικής διδασκόταν σε πολλά πανεπιστήμια όλου του κόσμου.
- τίτλος βιβλίου, με κεφαλαίο αρχικό: Ρητορική
- ⮡ η «Ρητορική» του Αριστοτέλη
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη ρήτορας
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- γραμματική
- δημηγορία
- συντακτικό
- Σχήματα λόγου στο Βικιλεξικό - για τα νέα ελληνικά
- «Ρητορεία και ρητορική στην αρχαιότητα», Εγκυκλοπαιδικός οδηγός - greek-language.gr
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- ρητορική: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ρητορική
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φιλολογία (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)