ρητορική ερώτηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]ρητορική ερώτηση θηλυκό
- ερώτηση που διατυπώνεται σαν σχήμα λόγου κι όχι για να απαντηθεί, διότι η απάντηση είναι αυτονόητη ή περιττή και υποδηλώνεται ή υπονοείται με την ερώτηση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ρητορική ερώτηση