ρητορική ερώτηση
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]ρητορική ερώτηση θηλυκό
- ερώτηση που διατυπώνεται σαν σχήμα λόγου κι όχι για να απαντηθεί, διότι η απάντηση είναι αυτονόητη ή περιττή και υποδηλώνεται ή υπονοείται με την ερώτηση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ρητορική ερώτηση