ριγανάτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ριγανάτο
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του ριγανάτος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ριγανάτος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ριγανάτο ουδέτερο
- (ουσιαστικοποιημένο) φαγητό με κρέας, που έχει μέσα ως βασικό μυρωδικό τη ρίγανη
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ρίγανη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ουσιαστικό
|