ριζά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ριζά | ||
γενική | των | ριζών | ||
αιτιατική | τα | ριζά | ||
κλητική | ριζά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ριζά < ρίζα
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ριζά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη πρόποδες
Αντώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη βουνοκορφή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ριζά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνικό ύφος (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)