ριζοσπαστικοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ριζοσπαστικοποίηση | οι | ριζοσπαστικοποιήσεις |
γενική | της | ριζοσπαστικοποίησης | των | ριζοσπαστικοποιήσεων |
αιτιατική | τη | ριζοσπαστικοποίηση | τις | ριζοσπαστικοποιήσεις |
κλητική | ριζοσπαστικοποίηση | ριζοσπαστικοποιήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού (ριζοσπαστικοποιήσεως) δεν συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ριζοσπαστικοποίηση < ριζοσπαστικ(ός) + -ο- + -ποίηση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ριζοσπαστικοποίηση θηλυκό
- η τροπή προς πιο ριζοσπαστικές θέσεις - πρακτικές
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ριζοσπαστικοποίηση