ριζουπολίτικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ριζουπολίτικος η ριζουπολίτικη το ριζουπολίτικο
      γενική του ριζουπολίτικου της ριζουπολίτικης του ριζουπολίτικου
    αιτιατική τον ριζουπολίτικο τη ριζουπολίτικη το ριζουπολίτικο
     κλητική ριζουπολίτικε ριζουπολίτικη ριζουπολίτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ριζουπολίτικοι οι ριζουπολίτικες τα ριζουπολίτικα
      γενική των ριζουπολίτικων των ριζουπολίτικων των ριζουπολίτικων
    αιτιατική τους ριζουπολίτικους τις ριζουπολίτικες τα ριζουπολίτικα
     κλητική ριζουπολίτικοι ριζουπολίτικες ριζουπολίτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ριζουπολίτικος < Ριζουπολίτ(ης) + -ικος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɾi.zu.poˈli.ti.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρι‐ζου‐πο‐λί‐τι‐κος

Επίθετο[επεξεργασία]

ριζουπολίτικος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]