ρινοφαρυγγίτιδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρινοφαρυγγίτιδα < ρινοφάρυγγας + -ίτιδα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρινοφαρυγγίτιδα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρινοφαρυγγίτιδα
|