ρινοφαρυγγικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρινοφαρυγγικός < ριν(ός) + -ο- + φάρυγγ(ας) + -ικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο[επεξεργασία]
ρινοφαρυγγικός -ή, -ό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρινοφαρυγγικός
|