Μετάβαση στο περιεχόμενο

ριξιά

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ριξιά οι ριξιές
      γενική της ριξιάς των ριξιών
    αιτιατική τη ριξιά τις ριξιές
     κλητική ριξιά ριξιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ριξιά < ρίχνω + -ιά

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɾiˈksça/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ριξιά θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ρίχνω
  2. ό,τι ρίχνεται την κάθε φορά

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]