ριπαίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ριπαίος | η | ριπαία | το | ριπαίο |
γενική | του | ριπαίου | της | ριπαίας | του | ριπαίου |
αιτιατική | τον | ριπαίο | τη | ριπαία | το | ριπαίο |
κλητική | ριπαίε | ριπαία | ριπαίο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ριπαίοι | οι | ριπαίες | τα | ριπαία |
γενική | των | ριπαίων | των | ριπαίων | των | ριπαίων |
αιτιατική | τους | ριπαίους | τις | ριπαίες | τα | ριπαία |
κλητική | ριπαίοι | ριπαίες | ριπαία | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɾiˈpe.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρι‐παί‐ος
Επίθετο[επεξεργασία]
ριπαίος, -α, -ο
- (μετεωρολογία) χαρακτηρισμός ανέμου με αιφνίδια έναρξη και μικρή χρονική διάρκεια
- (επιστήμη υπολογιστών, δίκτυο υπολογιστών) bursty: για διακίνηση (traffic) δεδομένων που παρουσιάζει απότομες διακυμάνσεις και επηρεάζει την απόδοση (performance) ενός δικτύου
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -αίος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετεωρολογία (νέα ελληνικά)
- Επιστήμη υπολογιστών (νέα ελληνικά)
- Δίκτυο υπολογιστών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)