ριπτάζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ριπτάζομαι < αρχαία ελληνική ῥιπτάζω (< ῥίπτω), πετάω, ρίχνω, εκσφενδονίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ριπτάζομαι

  1. κινούμε προς διάφορες κατευθύνσεις, στριφογυρίζω, ιδίως στο κρεβάτι ανήσυχα ή από αϋπνία
  2. (ιδιωματικό) είμαι σκορπισμένος

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
  • Λάζαρης, Χριστόφορος Γ. (1970). Τα λευκαδίτικα. Ετυμολογικόν και ερμηνευτικόν λεξιλόγιον των γλωσσικών ιδιωμάτων της νήσου Λευκάδος, Ιωάννινα: Εκτύπωσις Ευριπίδη Κ. Θέμελη.