ριτσερκάρε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ριτσερκάρε < (λόγιο δάνειο) ιταλική ricercare (αναζητώ)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ριτσερκάρε ουδέτερο άκλιτο

  • (μουσική) οργανικό μουσικό είδος που άνθισε την εποχή της ύστερης Αναγέννησης και του Μπαρόκ με αντιστικτική δομή

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]