ριψοκινδυνευμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ριψοκινδυνευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ριψοκινδυνεύω
Μετοχή[επεξεργασία]
ριψοκινδυνευμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ριψοκινδυνεύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ριψοκινδυνευμένος
|