ροΐ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ροή, ῥοή

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρογί
ροΐ
τα ρογιά
      γενική του ρογιού των ρογιών
    αιτιατική το ρογί
ροΐ
τα ρογιά
     κλητική ρογί
ροΐ
ρογιά
όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ροΐ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ρογίον (δοχείο απόσταξης) με αποβολή του [ʝ][1] < ελληνιστική κοινή ῥογίον < αρχαία ελληνική ῥογή

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɾoˈi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρο‐ΐ
ομόηχο: ροή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ροΐ ουδέτερο

  • δοχείο για λάδι που έχει σχήμα κώνου και μακρύ λαιμό στην κορυφή ή στο πλάι και χρησιμοποιείται για να ρίχνουμε λάδι στο φαγητό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]