ροδίτικα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɾoˈði.ti.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρο‐δί‐τι‐κα

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα ροδίτικα
      γενική των ροδίτικων
    αιτιατική τα ροδίτικα
     κλητική ροδίτικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ροδίτικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ροδίτικος στον πληθυντικό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ροδίτικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

ροδίτικα < ροδίτικ(ος) +

Επίρρημα[επεξεργασία]

ροδίτικα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 3[επεξεργασία]

ροδίτικα: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ροδίτικα