ροδοπάρειος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ροδοπάρειος η ροδοπάρεια το ροδοπάρειο
      γενική του ροδοπάρειου της ροδοπάρειας του ροδοπάρειου
    αιτιατική τον ροδοπάρειο τη ροδοπάρεια το ροδοπάρειο
     κλητική ροδοπάρειε ροδοπάρεια ροδοπάρειο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ροδοπάρειοι οι ροδοπάρειες τα ροδοπάρεια
      γενική των ροδοπάρειων των ροδοπάρειων των ροδοπάρειων
    αιτιατική τους ροδοπάρειους τις ροδοπάρειες τα ροδοπάρεια
     κλητική ροδοπάρειοι ροδοπάρειες ροδοπάρεια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ροδοπάρειος < ρόδο + παρει(ά) + -ος[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɾo.ðoˈpa.ɾi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρο‐δο‐πά‐ρει‐ος

Επίθετο[επεξεργασία]

ροδοπάρειος, -α, -ο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.