ροδοπεριχυμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ροδοπεριχυμένος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɾo.ðo.pe.ɾi.çiˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρο‐δο‐πε‐ρι‐χυ‐μέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
ροδοπεριχυμένος, -η, -ο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ροδοπεριχυμένος
→ δείτε τη λέξη ροδοπερίχυτος |
Πηγές[επεξεργασία]
- Καμπανάς, Ηλίας Ιω. (1990) Μονοτονικό λεξικό της δημοτικής: ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά.
- ροδοπεριχυμένος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)