Μετάβαση στο περιεχόμενο

ροδόγραμμα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ροδόγραμμα τα ροδογράμματα
      γενική του ροδογράμματος των ροδογραμμάτων
    αιτιατική το ροδόγραμμα τα ροδογράμματα
     κλητική ροδόγραμμα ροδογράμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ροδόγραμμα < ροδό- + -γραμμα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɾoˈðo.ɣɾa.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ροδόγραμμα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
Ροδόγραμμα για το αεροδρόμιο LaGuardia της Νέας Υόρκης

ροδόγραμμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 11068027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr