ροδόγραμμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɾoˈðo.ɣɾa.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρο‐δό‐γραμ‐μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ροδόγραμμα ουδέτερο
- (μετεωρολογία) διάγραμμα στο οποίο αναπαρίστανται ως γραμμές διαφορετικού μήκους και πάχους η ταχύτητα και η κατεύθυνση των ανέμων που πνέουν σε μία περιοχή σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ροδόγραμμα
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ροδό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γραμμα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετεωρολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)