ροδόκηπος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ροδόκηπος αρσενικό
- κήπος με ρόδα, με τριαντάφυλλα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ροδόκηπος
ροδόκηπος αρσενικό