ροδόκηπος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ροδόκηπος < ρόδο + κήπος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ροδόκηπος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]