ροδόξυλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ροδόξυλο | τα | ροδόξυλα |
γενική | του | ροδόξυλου | των | ροδόξυλων |
αιτιατική | το | ροδόξυλο | τα | ροδόξυλα |
κλητική | ροδόξυλο | ροδόξυλα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ροδόξυλο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ροδόξυλο ουδέτερο
- ξύλο από την Βραζιλία και το Περού, από το δένδρο Aniba rosaedora, το οποίο δίνει αρωματικό ομώνυμο αιθέριο έλαιο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ροδόξυλο
|