ροζέτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ροζέτα οι ροζέτες
      γενική της ροζέτας των ροζετών
    αιτιατική τη ροζέτα τις ροζέτες
     κλητική ροζέτα ροζέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ροζέτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική rosett

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɾoˈze.ta/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ροζέτα θηλυκό

  1. έμβλημα σε παράσημο με σχήμα ρόδου
  2. ανάγλυφο κόσμημα με το ίδιο σχήμα
  3. (γενικότερα) στρογγυλό διακοσμητικό στοιχείο που έχει συνήθως το σχήμα λουλουδιού
  4. διαμάντι με πολλές έδρες στο επάνω μέρος του κι επίπεδο στο κάτω
  5. διακοσμητική κορνίζα από γύψο ή ξύλο, η οποία καλύπτει τη βάση του φωτιστικού ή απλώς καρφώνεται στο ταβάνι

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]