ροκφόρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ροκφόρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική roquefort[1] < Roquefort-sur-Soulzon (χωριό της νότιας Γαλλίας, όπου πρωτοπαρασκευάστηκε αυτό το είδος του τυριού)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ροκφόρ ουδέτερο άκλιτο
- (τυρί) είδος τυριού που το φτιάχνουν από πρόβειο γάλα και προσθέτουν μέσα του μύκητες του γένους πενικίλιο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ροκφόρ
- ↑ ροκφόρ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Τυριά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)