ρολογάδικο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρολογάδικο τα ρολογάδικα
      γενική του ρολογάδικου των ρολογάδικων
    αιτιατική το ρολογάδικο τα ρολογάδικα
     κλητική ρολογάδικο ρολογάδικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
τεχνίτης ρολογάδικου

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρολογάδικο < ρολόι (γενική: ρολογιού) + -άδικο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρολογάδικο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]