ρομάντζα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρομάντζα | οι | ρομάντζες |
γενική | της | ρομάντζας | — | |
αιτιατική | τη | ρομάντζα | τις | ρομάντζες |
κλητική | ρομάντζα | ρομάντζες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρομάντζα < (άμεσο δάνειο) ιταλική romanza + -α (με επίδραση του επιθέτου ρομαντικός)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρομάντζα θηλυκό
- σύνθεση ποιητική ή μουσική που διεγείρει τα συναισθήματα και χαρακτηρίζεται από λυρικότητα
- ρεμβασμός, ονειροπόληση
- ευχάριστη ρομαντική βόλτα
- τόπος ή χρόνος ιδανικός για ευχάριστη ρομαντική βόλτα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- ρομαντζάδα
- ρομαντζάρω
- → δείτε τις λέξεις ρομάντζο, ρομαντικός και Ρώμη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)