ρομάτζι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρομάτζι < (ορθογραφικό δάνειο) αγγλική romaji < ιαπωνική ローマ字 (rōmaji, ρωμαϊκά γράμματα) < ローマ (Ρώμη) + 字 (γράμματα)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρομάτζι άκλιτο
- τρόπος γραφής των ιαπωνικών λέξεων που χρησιμοποιεί λατινικούς χαρακτήρες
- ↪ η γραφήρομάτζι (εκφορά με θηλυκό γένος)
- ↪ τα ρομάτζι σύμβολα, γράμματα (εκφορά με ουδέτερο γένος)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
ρομάτζι στη Βικιπαίδεια