ρομανέσκο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Το ρομανέσκο

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιταλικά: romanesco ‎(“ρωμαϊκό, της Ρώμης, που αφορά ή συσχετίζεται με την Ρώμη”).

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

  • ρωμαϊκό (λαχανικό, προϊόν μαναβικής)
  • ρωμαϊκό λαχανικό
  • ρωμαϊκό μπρόκολο
  • ρωμαϊκό κουνουπίδι