ρομαντισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρομαντισμός < (άμεσο δάνειο) γαλλική romantisme < romantique (ρομαντικός) < αγγλική romantic < υστερολατινική romanticus < λατινική romanus (Ρωμαίος) < Roma
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρομαντισμός αρσενικό
- το να είναι κάποιος ρομαντικός, να νιώθει και να φέρεται ρομαντικά
- (τέχνη) καλλιτεχνικό ρεύμα (κυρίως του 18ου και 19ου αιώνα) που έδινε έμφαση στο συναίσθημα κι όχι στη λογική
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αντιρομαντικός
- αντιρομαντισμός
- ρομαντικά
- ρομαντικός
- ρομαντικότητα
- → δείτε τη λέξη Ρώμη
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρομαντισμός
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα υστερολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τέχνες (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)