ρομποτοποιημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή του ρομποτοποιώ/ρομποτοποιούμαι[επεξεργασία]
- καθιστώ ρομποτική μία διαδικασία, ρομποτικός (συνήθως το λέμε εάν πριν δεν ήταν)
- όχι απλά τυποποιημένος, δηλαδή πρέπει να υπάρχει "ρομποτικό χέρι, γερανός κτλ." (όχι αναγκαστικά ανθρωποειδές ρομπότ)