ρομπότ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

ένα ρομπότ

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρομπότ < γαλλική robot[1] < τσεχική robot< robota[1] (αγγαρεία)
Η λέξη επινοήθηκε από τον τσέχο συγγραφέα και ζωγράφο Josef Čapek και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον αδελφό του Karel Čapek, συγγραφέα επίσης, στο θεατρικό έργο του Rossum's Universal Robots

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɾoˈbot/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρο‐μπότ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρομπότ ουδέτερο άκλιτο

  1. αυτόματη συσκευή που λειτουργεί με αυτοματισμό ή τηλεχειρισμό και υποκαθιστά τον άνθρωπο σε διάφορες εργασίες (βιομηχανικές, επιστημονικές, κοπιαστικές, επικίνδυνες κ.λπ.). Συνήθως, έχει τη μορφή ανθρώπου, ζώου ή ανθρωποειδούς, σχήμα βραχίονα ή μηχανικής συσκευής
  2. (μεταφορικά) άνθρωπος που λειτουργεί και σκέφτεται μηχανικά κι άβουλα ή υπακούει τυφλά σε διαταγές άλλων

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]