ρομφαία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρομφαία | οι | ρομφαίες |
γενική | της | ρομφαίας | των | ρομφαιών |
αιτιατική | τη | ρομφαία | τις | ρομφαίες |
κλητική | ρομφαία | ρομφαίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρομφαία < (ελληνιστική κοινή) ῥομφαία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρομφαία θηλυκό
- όπλο των Θρακών της αρχαιότητας και του βυζαντινού στρατού με πλατιά λεπίδα που κατέφερε ισχυρά πλήγματα
Σημειώσεις[επεξεργασία]
Η λέξη χρησιμοποιείται σήμερα κυρίως στον εκκλησιαστικό λόγο είτε ως η πύρινη ρομφαία των Χερουβείμ είτε μεταφορικά ως έκφραση της θεϊκής δικαιοσύνης.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- ρομφαία στη Βικιπαίδεια