ροντό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ροντό < ιταλική rondò < γαλλική rondeau

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ροντό ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]