ροξ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ροξ < από την (άμεσο δάνειο) αγγλική rock (βράχος) στον πληθυντικό, rocks, πιθανότατα λόγω του σχήματος του γλυκού

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ροξ ουδέτερο άκλιτο

  • (γλυκό) είδος γλυκού στρογγυλού σχήματος, που φτιάχνεται συνήθως με αλεύρι, λάδι, γάλα, αυγά και κακάο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]