ροοστάτης
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ροοστάτης < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική rheostat ή γαλλική rhéostat < αρχαία ελληνική ῥέω + -στάτης ( < ἵστημι)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]
ροοστάτης αρσενικό
- (ηλεκτρολογία) μεταβλητή αντίσταση που παρεμβάλλεται σε ένα ηλεκτρικό κύκλωμα για να μεταβάλλει την έντασή του
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]- ποτενσιόμετρο (στην περίπτωση που η συνδεσμολογία είναι τέτοια ώστε να μεταβάλλει την τάση και όχι την ένταση)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ροοστατικός / ρεοστατικός
- → δείτε τις λέξεις ρέω και στάση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ροοστάτης
Πηγές
[επεξεργασία]- ροοστάτης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ρεοστάτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ροοστάτης - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -στάτης (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ηλεκτρολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)