ρουά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρουά < (λόγιο δάνειο) γαλλική roi
- και σε άκλιτο επίθετο επίθετο < (λόγιο δάνειο) γαλλική bleu roi → δείτε τον όρο μπλε ρουά
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɾuˈa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρου‐ά
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρουά ουδέτερο άκλιτο
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ρουά
→ δείτε τη λέξη σαχ |
Πηγές
[επεξεργασία]- ρουά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Σκάκι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)