ρουβίνι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρουβίνι τα ρουβίνια
      γενική του ρουβινίου των ρουβινίων
    αιτιατική το ρουβίνι τα ρουβίνια
     κλητική ρουβίνι ρουβίνια
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρουβίνι < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ρουβίνιον. → δείτε και τη λέξη ρουμπίνι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɾuˈvi.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρου‐βί‐νι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρουβίνι ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]