ρουκετοπόλεμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρουκετοπόλεμος οι ρουκετοπόλεμοι
      γενική του ρουκετοπόλεμου των ρουκετοπόλεμων
    αιτιατική τον ρουκετοπόλεμο τους ρουκετοπόλεμους
     κλητική ρουκετοπόλεμε ρουκετοπόλεμοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρουκετοπόλεμος < ρουκέτ(α) + -ο- + -πόλεμος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρουκετοπόλεμος αρσενικό

  1. πόλεμος που επιχειρείται με ρουκέτες
  2. παραδοσιακό αναστάσιμο έθιμο της Χίου
    το έθιμο του ρουκετοπολέμου ανάγεται από τουρκοκρατίας μεταξύ δύο ενοριών του χωριού Βροντάδο.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]