ρουκετοπόλεμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρουκετοπόλεμος αρσενικό
- πόλεμος που επιχειρείται με ρουκέτες
- παραδοσιακό αναστάσιμο έθιμο της Χίου
- το έθιμο του ρουκετοπολέμου ανάγεται από τουρκοκρατίας μεταξύ δύο ενοριών του χωριού Βροντάδο.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρουκετοπόλεμος
|