ρουλέτα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρουλέτα | οι | ρουλέτες |
γενική | της | ρουλέτας | των | ρουλετών |
αιτιατική | τη | ρουλέτα | τις | ρουλέτες |
κλητική | ρουλέτα | ρουλέτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |


Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɾuˈle.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρου‐λέ‐τα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρουλέτα θηλυκό
- (παιχνίδι) είδος τυχερού παιχνιδιού με επιφάνεια, στην οποία ποντάρουν οι παίκτες, και τροχό με αριθμούς, από τον οποίο, με την βοήθεια μιας μπίλιας, γίνεται η επιλογή όσων κερδίζουν
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
ρουλέτα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -α, θηλυκό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -έτα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παιχνίδια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)