ρουλεμάν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρουλεμάν ουδέτερο άκλιτο
- εξάρτημα των μηχανών για τη στήριξη περιστρεφόμενου άξονα ενός αντικειμένου (π.χ. στηρίζει τον άξονα ενός τροχού) και την ελάττωση της τριβής, το οποίο αποτελείται από δύο ομόκεντρους μεταλλικούς δακτύλιους με κυλιόμενες σφαίρες ή κυλίνδρους στο ενδιάμεσό τους διάστημα
- ※ Στη Σπάρτη είχα φτιάξει ένα πατίνι με παλιά ρουλεμάν αυτοκινήτου. (Θανάσης Βαλτινός, Ανάπλους, 2012 [μυθιστόρημα])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ρουλεμάν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)