ρουλό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ρούλο

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρουλό < (άμεσο δάνειο) γαλλική rouleau ή ? προφορά [o] > [u] λόγω ... • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɾuˈlo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρου‐λό
τονικό παρώνυμο: ρούλο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρουλό ουδέτερο

Πηγές[επεξεργασία]