ρουμελιώτικος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρουμελιώτικος < Ρουμελιώτης < Ρούμελη
Επίθετο
[επεξεργασία]ρουμελιώτικος, -η, -ο
- που προέρχεται από τη Ρούμελη ή σχετίζεται με τη Ρούμελη και τους Ρουμελιώτες
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ρουμελιώτικος
|