ρουμπινένιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρουμπινένιος η ρουμπινένια το ρουμπινένιο
      γενική του ρουμπινένιου της ρουμπινένιας του ρουμπινένιου
    αιτιατική τον ρουμπινένιο τη ρουμπινένια το ρουμπινένιο
     κλητική ρουμπινένιε ρουμπινένια ρουμπινένιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρουμπινένιοι οι ρουμπινένιες τα ρουμπινένια
      γενική των ρουμπινένιων των ρουμπινένιων των ρουμπινένιων
    αιτιατική τους ρουμπινένιους τις ρουμπινένιες τα ρουμπινένια
     κλητική ρουμπινένιοι ρουμπινένιες ρουμπινένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρουμπινένιος < ρουμπίνι + -ένιος

Επίθετο[επεξεργασία]

ρουμπινένιος

  1. που έχει ή είναι φτιαγμένος από ρουμπίνια
  2. που έχει το χρώμα του ρουμπινιού

Μεταφράσεις[επεξεργασία]