ρουμποσύνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρουμποσύνη < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /rum.boˈsi.ni/
- συλλαβισμός : ρου‐μπο‐σύ‐νη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρουμποσύνη θηλυκό
- (επτανησιακό ιδίωμα) η αταξία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρουμποσύνη
→ δείτε τη λέξη αταξία |
Πηγές[επεξεργασία]
- Ξυδόπουλος, Γεώργιος (2017). Στοιχεία νεοελληνικών διαλέκτων. Αθήνα: Πατάκης, σελ. 16.