ρουνικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρουνικός η ρουνική το ρουνικό
      γενική του ρουνικού της ρουνικής του ρουνικού
    αιτιατική τον ρουνικό τη ρουνική το ρουνικό
     κλητική ρουνικέ ρουνική ρουνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρουνικοί οι ρουνικές τα ρουνικά
      γενική των ρουνικών των ρουνικών των ρουνικών
    αιτιατική τους ρουνικούς τις ρουνικές τα ρουνικά
     κλητική ρουνικοί ρουνικές ρουνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρουνικός < ρούν(οι) + -ικός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɾu.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρου‐νι‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

ρουνικός, -ή, -ό

  • που έχει διατυπωθεί γραπτώς με ρούνους

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]