ρουπώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρουπώνω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ρουπώνω

  1. χορταίνω , αυτός δεν ρουπώνει με τίποτα!
  2. γεμίζω το βαρέλι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]