ρουτίνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρουτίνα < γαλλική routine
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρουτίνα θηλυκό
- η μονότονη καθημερινότητα
- η τυποποιημένη αλληλουχία (χορού, γυμναστικής, πολεμικής τέχνης, προγραμματισμού, προετοιμασίας, τεχνικής κτλ)