ρουτινιέρικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρουτινιέρικος η ρουτινιέρικη το ρουτινιέρικο
      γενική του ρουτινιέρικου της ρουτινιέρικης του ρουτινιέρικου
    αιτιατική τον ρουτινιέρικο τη ρουτινιέρικη το ρουτινιέρικο
     κλητική ρουτινιέρικε ρουτινιέρικη ρουτινιέρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρουτινιέρικοι οι ρουτινιέρικες τα ρουτινιέρικα
      γενική των ρουτινιέρικων των ρουτινιέρικων των ρουτινιέρικων
    αιτιατική τους ρουτινιέρικους τις ρουτινιέρικες τα ρουτινιέρικα
     κλητική ρουτινιέρικοι ρουτινιέρικες ρουτινιέρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρουτινιέρικος < ρουτινιέρ(ης) + -ικος.[1] Δείτε και ρουτινιάρικος ως άμεσο δάνειο από τη γαλλική routinier [2]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɾu.tiˈɲe.ɾi.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρου‐τι‐νιέ‐ρι‐κος

Επίθετο[επεξεργασία]

ρουτινιέρικος, -η, -ο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ρουτινιέρικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «ρουτίνα, ρουτινιάρικος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.